μικρόνους

μικρόνους
-ουν
1. αυτός που έχει νωθρή διάνοια, ο διανοητικώς καθυστερημένος
2. αυτός που προέρχεται από μικρό νου ή αυτός που αρμόζει σε μικρό νου («μικρόνουν σχέδιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -νους (πρβλ. παρά-νους). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Δ.Γ. Καμπούρογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρόμυαλος — η ο 1. μικρόνους, λιγόμυαλος, στενόμυαλος, στενοκέφαλος 2. ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ασύνετος …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • ολιγογνώμων — ὀλιγογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που δείχνει αδιαφορία, που ολιγωρεί, που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, ο αμελής 2. ανόητος, αφελής, μικρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πολυ γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • ολιγόνους — ουν (Μ ὀλιγόνους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει χαμηλή νοημοσύνη, μικρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + νοῦς (πρβλ. οξύ νους)] …   Dictionary of Greek

  • πετεινόμυαλος — η, ο, Ν αυτός που έχει μυαλό πετεινού, ανόητος, μικρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + μυαλό (πρβλ. κοκκορό μυαλος)] …   Dictionary of Greek

  • στενοκέφαλος — η, ο, Ν 1. άνθρωπος περιορισμένης αντίληψης, μικρόνους 2. πεισματάρης, ξεροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κέφαλος (< κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”